στρίψιμο

στρίψιμο
το, Ν
1. η ενέργεια τού στρίβω, συστροφή, στροφή
2. κλώσιμο νήματος
3. αλλαγή πορείας
4. μτφ. α) τρέλα, παραφροσύνη
β) υπεκφυγή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αόρ. έστριψα τού στρίβω + κατάλ. -ιμο (πρβλ. γράψ-ιμο)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • στρίψιμο — το 1. αλλαγή πορείας: Στρίψιμο του αυτοκινήτου. 2. στροφή, γύρισμα: Στρίψιμο του τιμονιού. 3. συστροφή, κλώσιμο: Στρίψιμο του νήματος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • βαμβάκι — Πρόκειται για την κοινή ονομασία με την οποία είναι γνωστά τα είδη του γένους γοσύπιο (gosypium) της οικογένειας των μαλαχιδών ή μαλβιδών, καθώς και οι κλωστικές ίνες που προέρχονται από τα σπέρματά τους (παλαιότερα λεγόταν επίσης βαμπάκι και… …   Dictionary of Greek

  • -ιμο — κατάλ. αφηρ. ουδ. ουσ. που δηλώνουν τη ρηματική ενέργεια ή και το αποτέλεσμά της. Πρόκειται για την αρχ. κατάλ. ιμον, ουδ. τής ιμος (πρβλ. εδώδ ιμος, σκόπ ιμος, τρόφ ιμος). Στη Νέα Ελληνική η κατάλ. εμφανίζεται με τις επαυξημένες μορφές σιμο,… …   Dictionary of Greek

  • γύρισμα — το (Μ γύρισμα) [γυρίζω] 1. περιστροφή 2. στροφή, στρίψιμο, καμπή 3. χορευτική φιγούρα 4. αλλαγή τού χρόνου, τού φεγγαριού κ.λπ. 5. επάνοδος, επιστροφή νεοελλ. 1. περιπλάνηση 2. (για εικόνα) περιφορά 3. στροφή προς τα πίσω ή προς άλλη κατεύθυνση 4 …   Dictionary of Greek

  • ελιγμός — ο (Α ἑλιγμός) 1. στροφή, στρίψιμο 2. περιστροφική κίνηση νεοελλ. 1. κίνηση ή μετασχηματισμός στρατεύματος για την επίτευξη τακτικού σκοπού 2. έμμεση προσέγγιση ορισμένου σκοπού με περιστροφές αρχ. 1. συστροφή οργάνων 2. δέσιμο κόμπου …   Dictionary of Greek

  • επίστρεψις — ἐπίστρεψις, ἡ (AM) [επιστρέφω] συστροφή, στρίψιμο …   Dictionary of Greek

  • επιστροφή — η (AM ἐπιστροφή) [επιστρέφω] η επάνοδος σ’ έναν τόπο, ο γυρισμός (α. «επιστροφή στην πατρίδα» β. «πατρῴων δωμάτων ἐπιστροφαί», Αισχύλ.) νεοελλ. 1. απόδοση οφειλής ή δώρου («επιστροφή χρημάτων») 2. ό,τι προέρχεται από επιστροφή επειδή δεν… …   Dictionary of Greek

  • καμπή — Μεγάλος πεδινός οικισμός (υψόμ. 20 μ., 1.012 κάτ.) του νομού Άρτης. Βρίσκεται στο νοτιοδυτικό άκρο του νομού, 15 χλμ. ΒΔ της Άρτας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Ξηροβουνίου. * * * η (AM καμπή) [κάμπτω] (για ποτάμια, οδούς κ.ά.) το σημείο όπου… …   Dictionary of Greek

  • καρύδωμα — το [καρυδώνω] το στρίψιμο τού καρυδιού τού λάρυγγα και ο θάνατος που επέρχεται από αυτό …   Dictionary of Greek

  • μετάξι — Πολύτιμη στιλπνή υφαντική ίνα, ζωικής προέλευσης, που παράγεται από την προνύμφη (μεταξοσκώληκας) του λεπιδοπτέρου Bombyx mori. Η επεξεργασία του μ. που έχει ως σκοπό την κατασκευή όσο το δυνατόν πιο ομοιόμορφης κλωστής από τα κουκούλια,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”